μαρινάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαρινάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική marinare < marino < mare
Ρήμα
επεξεργασίαμαρινάρω
- εμβαπτίζω κρέας ή ψάρι για ικανό χρονικό διάστημα σε μείγμα από λάδι και κρασί ή ξίδι ή λεμόνι μαζί με μπαχαρικά, για να μαλακώσει ή να πάρει ωραία γεύση
- επιβρέχω, καταβρέχω την επιφάνεια τροφής με σάλτσα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαρινάρω
|