Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρινάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική marinare < marino < mare

  Ρήμα επεξεργασία

μαρινάρω

  1. εμβαπτίζω κρέας ή ψάρι για ικανό χρονικό διάστημα σε μείγμα από λάδι και κρασί ή ξίδι ή λεμόνι μαζί με μπαχαρικά, για να μαλακώσει ή να πάρει ωραία γεύση
  2. επιβρέχω, καταβρέχω την επιφάνεια τροφής με σάλτσα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία