μαραθιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαραθιά | οι | μαραθιές |
γενική | της | μαραθιάς | των | μαραθιών |
αιτιατική | τη | μαραθιά | τις | μαραθιές |
κλητική | μαραθιά | μαραθιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.ɾaˈθça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ρα‐θιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαραθιά θηλυκό
- (βοτανική, λαϊκότροπο) το φυτό του μάραθου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαραθιά
|
Πηγές επεξεργασία
- μαραθιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)