μαοϊστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μαοϊστής | οι | μαοϊστές |
γενική | του | μαοϊστή | των | μαοϊστών |
αιτιατική | τον | μαοϊστή | τους | μαοϊστές |
κλητική | μαοϊστή | μαοϊστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαοϊστής αρσενικό