Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μανιλόσχοινο τα μανιλόσχοινα
      γενική του μανιλόσχοινου των μανιλόσχοινων
    αιτιατική το μανιλόσχοινο τα μανιλόσχοινα
     κλητική μανιλόσχοινο μανιλόσχοινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανιλόσχοινο < Μανίλα + σχοινί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μανιλόσχοινο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία