μαλακτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαλακτικότητα < καθαρεύουσα μαλακτικότης < μαλακτικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαλακτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του να καθιστά κάτι ή κάποιος μια άλλη ουσία πιο μαλακή
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαλακτικότητα
|