μαλακτικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μαλακτικότης | αἱ | μαλακτικότητες | ||||
γενική | τῆς | μαλακτικότητος | τῶν | μαλακτικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | μαλακτικότητι | ταῖς | μαλακτικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μαλακτικότητα | τὰς | μαλακτικότητας | ||||
κλητική ὦ! | μαλακτικότης | μαλακτικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαλακτικότης < μαλακτικ(ός)- + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαλακτικότης θηλυκό