μακροπροσωπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μακροπροσωπία < μακροπρόσωπος + -ία < ελληνιστική κοινή μακροπρόσωπος < αρχαία ελληνική μακρός + πρόσωπον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμακροπροσωπία θηλυκό
- το χαρακτηριστικό του μακροπρόσωπου
Μεταφράσεις
επεξεργασία μακροπροσωπία
|