μακρολέλεκας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μακρολέλεκας αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ψηλός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μακρολέλεκας
→ δείτε τη λέξη ψηλός |