↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακροκλίμακα οι μακροκλίμακες
      γενική της μακροκλίμακας των μακροκλιμάκων
    αιτιατική τη μακροκλίμακα τις μακροκλίμακες
     κλητική μακροκλίμακα μακροκλίμακες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μακροκλίμακα < μακρο- + κλίμακα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.kɾoˈkli.ma.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐κρο‐κλί‐μα‐κα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μακροκλίμακα θηλυκό

  • (νεολογισμός) κλίμακα μεγάλου εύρους
    ※  Το τέλος μιας επιχείρησης είναι ένας μικρός θάνατος για τους ανθρώπους της. Για τους ιδιοκτήτες, τα στελέχη, τους εργαζομένους, έχει συχνά το βάρος απώλειας οικείου προσώπου. Ακόμα κι αν στη μακροκλίμακα αποτελεί μέρος μιας «δημιουργικής καταστροφής» – επιχειρήσεις κλείνουν, άλλες ανοίγουν. (Γιώργος Παγουλάτος, Απαγορεύεται η πτώχευση, Η Καθημερινή, 17 Απριλίου 2015)

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr