μακρηγορητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία el επεξεργασία
μακρηγορητής < συγκερασμός των: μακρηγορώ + αγορητής
Ουσιαστικό επεξεργασία
μακρηγορητής αρσενικό (μακρηγορήτρια θηλυκό)
- αγορητής που μακρηγορεί
μακρηγορητής < συγκερασμός των: μακρηγορώ + αγορητής
μακρηγορητής αρσενικό (μακρηγορήτρια θηλυκό)