μακαράς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μακαράς | οι | μακαράδες |
γενική | του | μακαρά | των | μακαράδων |
αιτιατική | τον | μακαρά | τους | μακαράδες |
κλητική | μακαρά | μακαράδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακαράς < (άμεσο δάνειο) τουρκική makara < αραβική بكرة (bakara)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μακαράς αρσενικό
- η τροχαλία