μαγνητίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαγνητίτης < μαγνήτ(ης) + -ίτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαγνητίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) πέτρωμα που περιέχει ορυκτό του σιδήρου και εμφανίζει με μαγνητικές ιδιότητες
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαγνητίτης
|