μαγκανοπήγαδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαγκανοπήγαδο ουδέτερο
- πηγάδι που το νερό του αντλείται με μαγκάνι
- το μαγκάνι του πηγαδιού
- (μεταφορικά) η κουραστική και μονότονη δουλειά, η ρουτίνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαγκανοπήγαδο