μαγιέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαγιέτα | οι | μαγιέτες |
γενική | της | μαγιέτας | — | |
αιτιατική | τη | μαγιέτα | τις | μαγιέτες |
κλητική | μαγιέτα | μαγιέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαγιέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική maglietta
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαγιέτα θηλυκό
- (ενδυμασία, ιδιωματικό, παρωχημένο) πόρπη
- ※ Όλοι φουρνίδοι (=διακοσμημένοι) με τες μαγιέτες των. (Από ναξιακό προικοσύμφωνο του 17ου αιώνα, http://www.physics.ntua.gr/~dris/EXELELLGLOSSAS.pdf, σελ. 14)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαγιέτα
|