Δείτε επίσης: παγιέτα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγιέτα οι μαγιέτες
      γενική της μαγιέτας
    αιτιατική τη μαγιέτα τις μαγιέτες
     κλητική μαγιέτα μαγιέτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγιέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική maglietta

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαγιέτα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία