Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λυκοφιλία οι λυκοφιλίες
      γενική της λυκοφιλίας των λυκοφιλιών
    αιτιατική τη λυκοφιλία τις λυκοφιλίες
     κλητική λυκοφιλία λυκοφιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυκοφιλία < αρχαία ελληνική λυκοφιλία < λύκος + -φιλία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λυκοφιλία θηλυκό

  • φιλία στην οποία και τα δύο μέρη κοιτάζουν πρώτα το ατομικό τους συμφέρον, επομένως είναι εύκολο να διαλυθεί

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία