Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λυκοτρίβολο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λυκοτρίβολ
ο
τα
λυκοτρίβολ
α
γενική
του
λυκοτρίβολ
ου
των
λυκοτρίβολ
ων
αιτιατική
το
λυκοτρίβολ
ο
τα
λυκοτρίβολ
α
κλητική
λυκοτρίβολ
ο
λυκοτρίβολ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λυκοτρίβολο
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λυκοτρίβολο
ουδέτερο
αρωματικό
φυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λυκοτρίβολο
αγγλικά
:
lamb's lettuce
(en)
γαλλικά
:
mâche
(fr)