λουκανικόπιτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λουκανικόπιτα < λουκάνικ(ο) + -ό- + -πιτα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλουκανικόπιτα θηλυκό
- (γαστρονομία) πίτα με γέμιση λουκάνικο
Συγγενικά
επεξεργασία- λουκανικοπιτάκι
- → δείτε τις λέξεις λουκάνικο και πίτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία λουκανικόπιτα