λουδάριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λουδάριος | οἱ | λουδάριοι | ||||
γενική | τοῦ | λουδαρίου | τῶν | λουδαρίων | ||||
δοτική | τῷ | λουδαρίῳ | τοῖς | λουδαρίοις | ||||
αιτιατική | τὸν | λουδάριον | τοὺς | λουδαρίους | ||||
κλητική ὦ! | λουδάριε | λουδάριοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λουδαρίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λουδαρίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λουδάριος < (άμεσο δάνειο) λατινική ludarius < λοῦδος (< λατινική ludus (αγώνας, δημόσιο θέαμα)) + -άριος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλουδάριος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (σε αγώνες στον ιππόδρομο) μονομάχος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λουδάριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- λουδάριος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)