λομπίστας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λομπίστας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλομπίστας αρσενικό
- (επάγγελμα) άτομο που δρα για λογαριασμό μιας ομάδας πίεσης, για ένα λόμπι
- άτομο που κινεί νήματα «παρασκηνιακά», ο κινών τις μαριονέτες του πολιτικού παιγνίου