Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λόμπι < αγγλική lobby
 
λόμπι ξενοδοχείου

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λόμπι ουδέτερο άκλιτο

  1. ομάδα πίεσης υπέρ κάποιων απόψεων ή/και συμφερόντων
  2. ο χώρος υποδοχής ενός ξενοδοχείου

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία