λογόφερμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλογόφερμα ουδέτερο
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λογοφέρω
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λογομαχία
Μεταφράσεις
επεξεργασία λογόφερμα
|
λογόφερμα ουδέτερο
|