λογιστικοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λογιστικοποίηση | οι | λογιστικοποιήσεις |
γενική | της | λογιστικοποίησης* | των | λογιστικοποιήσεων |
αιτιατική | τη | λογιστικοποίηση | τις | λογιστικοποιήσεις |
κλητική | λογιστικοποίηση | λογιστικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λογιστικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λογιστικοποίηση < λογιστικοποιώ + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
λογιστικοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λογιστικοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
λογιστικοποίηση
|