Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιόψωμο τα λιόψωμα
      γενική του λιοψώμου
λιόψωμου
των λιοψώμων
    αιτιατική το λιόψωμο τα λιόψωμα
     κλητική λιόψωμο λιόψωμα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιόψωμο < (ε)λι(ά) + -ό- + -ψωμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιόψωμο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία