λιτρίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιτρίδι | τα | λιτρίδια |
γενική | του | λιτριδιού | των | λιτριδιών |
αιτιατική | το | λιτρίδι | τα | λιτρίδια |
κλητική | λιτρίδι | λιτρίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /liˈtɾi.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐τρί‐δι
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- λιτρίδι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιτρίδι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) λεπτό βότσαλο
- ※ Έτριξαν τα δόντια του σα λιτρίδια (Στράτης Μυριβήλης, Ο Βασίλης ο Αρβανίτης)
- ※ έως όλο το μάκρος τους τ' αφρισμένα
με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια
Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος (Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Το Δοξαστικόν)
Σημειώσεις επεξεργασία
Η λέξη, όπως σε ιδιώματα των περιοχών:
- Μιτυλήνη [1]
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιτρίδι
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- λιτρίδι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιτρίδι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) το λιοτρίβι, ελαιοτριβείο
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιτρίδι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ "Είκοσι λέξεις από τον Βασίλη τον Αρβανίτη" 2019.01.04. Νίκος Σαραντάκος, ιστολόγιο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία