λιποπεριεκτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιποπεριεκτικότητα < λίπος + -ο- + περιεκτικότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιποπεριεκτικότητα θηλυκό
- η περιεκτικότητα σε λίπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιποπεριεκτικότητα
|
λιποπεριεκτικότητα θηλυκό
|