λιοβολιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λιοβολιά | οι | λιοβολιές |
γενική | της | λιοβολιάς | των | λιοβολιών |
αιτιατική | τη | λιοβολιά | τις | λιοβολιές |
κλητική | λιοβολιά | λιοβολιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιοβολιά θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιοβολιά
|