λινοτύπης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λινοτύπης < λινοτυπία + -ης (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
λινοτύπης αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που ασχολείται (επαγγελματικά) με την λινοτυπία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λινοτύπης
|
- ↑ λινοτύπης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας