Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιναρόσπορος οι λιναρόσποροι
      γενική του λιναρόσπορου των λιναρόσπορων
    αιτιατική τον λιναρόσπορο τους λιναρόσπορους
     κλητική λιναρόσπορε λιναρόσποροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιναρόσπορος < λινάρ(ι) + -ό- + σπόρος [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.naˈɾo.spo.ɾos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιναρόσπορος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία