λιναρόσπορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.naˈɾo.spo.ɾos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιναρόσπορος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιναρόσπορος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λιναρόσπορος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας