ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λινέλαιον τὰ λινέλαι
      γενική τοῦ λινελαίου τῶν λινελαίων
      δοτική τῷ λινελαί τοῖς λινελαίοις
    αιτιατική τὸ λινέλαιον τὰ λινέλαι
     κλητική ! λινέλαιον λινέλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λινελαίω
γεν-δοτ τοῖν  λινελαίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λινέλαιον (ελληνιστική κοινή) < (αρχαία ελληνική λίνον) λιν- + -έλαιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λινέλαιον ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία