↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιθογόμωση οι λιθογομώσεις
      γενική της λιθογόμωσης* των λιθογομώσεων
    αιτιατική τη λιθογόμωση τις λιθογομώσεις
     κλητική λιθογόμωση λιθογομώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λιθογομώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιθογόμωση < λιθο- + γόμωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιθογόμωση θηλυκό

  • το γέμισμα στοών υπόγειων εκμεταλλεύσεων με υλικό χαμηλής αξίας («λίθους»), μετά την απομάκρυνση του κοιτάσματος, με σκοπό την αποφυγή κατάρρευσης των στοών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία