Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιάνα οι λιάνες
      γενική της λιάνας
    αιτιατική τη λιάνα τις λιάνες
     κλητική λιάνα λιάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Λιάνες γύρω από δέντρο

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιάνη < γαλλική liane

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈʎa.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιά‐νη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιάνη θηλυκό

Υπερώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • λιάναΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • liana στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία