λεύκανσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λεύκανσῐς | αἱ | λευκάνσεις |
γενική | τῆς | λευκάνσεως | τῶν | λευκάνσεων |
δοτική | τῇ | λευκάνσει | ταῖς | λευκάνσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | λεύκανσῐν | τὰς | λευκάνσεις |
κλητική ὦ! | λεύκανσῐ | λευκάνσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λευκάνσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λευκανσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλεύκανσις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- λεύκωσις (η λευκότητα)
→ και δείτε τις λέξεις λευκαίνω και λευκός
Πηγές
επεξεργασία- λεύκανσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.