Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λευκαύγεια οι λευκαύγειες
      γενική της λευκαύγειας των λευκαυγειών
    αιτιατική τη λευκαύγεια τις λευκαύγειες
     κλητική λευκαύγεια λευκαύγειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λευκαύγεια < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λευκαύγεια θηλυκό

  • ο λόγος της ανακλώμενης προς την προσπίπουσα ακτινοβολία σε μία επιφάνεια

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία