λεσβοφοβία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλεσβοφοβία θηλυκό
- ο αρνητισμός, η απέχθεια, οι διακρίσεις ή η αποστροφή προς τις λεσβίες ως άτομα ή κοινωνική ομάδα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λεσβοφοβία
|