Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λεμφαγγειίτιδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λεμφαγγειίτιδ
α
οι
λεμφαγγειίτιδ
ες
γενική
της
λεμφαγγειίτιδ
ας
των
λεμφαγγειίτιδ
ων
αιτιατική
τη
λεμφαγγειίτιδ
α
τις
λεμφαγγειίτιδ
ες
κλητική
λεμφαγγειίτιδ
α
λεμφαγγειίτιδ
ες
Κατηγορία
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λεμφαγγειίτιδα
<
λεμφαγγείο
+
-ίτιδα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λεμφαγγειίτιδα
θηλυκό
(
ιατρική
)
φλεγμονή
των λεμφαγγείων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λεμφαγγειίτιδα