λεγιονέλλωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεγιονέλλωση | οι | λεγιονελλώσεις |
γενική | της | λεγιονέλλωσης* | των | λεγιονελλώσεων |
αιτιατική | τη | λεγιονέλλωση | τις | λεγιονελλώσεις |
κλητική | λεγιονέλλωση | λεγιονελλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λεγιονελλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λεγιονέλλωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική legionellosis < Legionella + -osis < American Legion + -ella < λατινική legio < lego
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεγιονέλλωση θηλυκό
- (ιατρική) μολυσματική ασθένεια του αναπνευστικού συστήματος που προκαλείται από βακτήρια λεγιονέλλα / λεγεονέλλα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λεγιονέλλωση