Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαχανοσαρμάς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
λαχανοσαρμ
άς
οι
λαχανοσαρμ
άδες
γενική
του
λαχανοσαρμ
ά
των
λαχανοσαρμ
άδων
αιτιατική
τον
λαχανοσαρμ
ά
τους
λαχανοσαρμ
άδες
κλητική
λαχανοσαρμ
ά
λαχανοσαρμ
άδες
Κατηγορία
όπως «
ψαράς
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
λαχανοσαρμάδες
μέσα σε κατσαρόλα
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαχανοσαρμάς
<
λάχαν(ο)
+
-ο-
+
σαρμάς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαχανοσαρμάς
αρσενικό
(
φαγητά
)
σαρμάς
τυλιγμένος με
λάχανο
Συνώνυμα
επεξεργασία
λαχανοντολμάς
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
λάχανο
και
σαρμάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαχανοσαρμάς