λασιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λασιά | οι | λασιές |
γενική | της | λασιάς | των | λασιών |
αιτιατική | τη | λασιά | τις | λασιές |
κλητική | λασιά | λασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λασιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλασιά θηλυκό
- (ιδιωματικό) βάτεμα ζώων
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 448.