λαρυγγολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαρυγγολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική laryngologie· λάρυγξ - λάρυγγος + -λογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαρυγγολογία θηλυκό
- ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με το λάρυγγα και τις παθήσεις του
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαρυγγολογία