λαμποκόπι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λαμποκόπι | τα | λαμποκόπια |
γενική | του | λαμποκοπιού | των | λαμποκοπιών |
αιτιατική | το | λαμποκόπι | τα | λαμποκόπια |
κλητική | λαμποκόπι | λαμποκόπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαμποκόπι ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του λαμποκοπώ
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαμποκόπι
|