Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λακέρδα οι λακέρδες
      γενική της λακέρδας των λακερδών
    αιτιατική τη λακέρδα τις λακέρδες
     κλητική λακέρδα λακέρδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λακέρδα < μεσαιωνική ελληνική λακέρδα[1] / λακέρνα[1] / λακέρτα[1] < λατινική lacerta[1] [2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λακέρδα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 λακέρνα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. Eleanor Dickey, Latin Loanwords in Ancient Greek: A Lexicon and Analysis, Cambridge 2023, σελ. 253, λήμμα λακέρδα, λακέρτα.