πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λακέρδα οι λακέρδες
      γενική της λακέρδας των λακερδών
    αιτιατική τη λακέρδα τις λακέρδες
     κλητική λακέρδα λακέρδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λακέρδα θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1 2 3 4 λακέρνα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. Eleanor Dickey, Latin Loanwords in Ancient Greek: A Lexicon and Analysis, Cambridge 2023, σελ. 253, λήμμα λακέρδα, λακέρτα.