λαθάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λαθάκι | τα | λαθάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | λαθάκι | τα | λαθάκια |
κλητική | λαθάκι | λαθάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαθάκι < λάθος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαθάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του λάθος
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε λάθος
λαθάκι
|