κῆϋξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κηῡκ- | |||||
ονομαστική | ὁ | κῆϋξ | οἱ | κήϋκες | |
γενική | τοῦ | κήϋκος | τῶν | κηΰκων | |
δοτική | τῷ | κήϋκῐ | τοῖς | κήϋξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | κήϋκᾰ | τοὺς | κήϋκᾰς | |
κλητική ὦ! | κῆϋξ | κήϋκες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κήϋκε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κηΰκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κῆϋξ < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακῆϋξ αρσενικό
- (πτηνό) άλλη μορφή του κήξ
Πηγές
επεξεργασία- κῆϋξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.