κήξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κήξ | αἱ | κῆκες |
γενική | τῆς | κηκός | τῶν | κηκῶν |
δοτική | τῇ | κηκῐ́ | ταῖς | κηξῐ́(ν) |
αιτιατική | τὴν | κῆκᾰ | τὰς | κῆκᾰς |
κλητική ὦ! | κήξ | κῆκες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κῆκε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κηκοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κήξ < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακήξ θηλυκό
- (πτηνό) θαλασσοπούλι (ίσως ο γλάρος)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 479 (477-479)
- ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ Ζεὺς θῆκε Κρονίων, | τὴν μὲν ἔπειτα γυναῖκα βάλ᾽ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα, | ἄντλῳ δ᾽ ἐνδούπησε πεσοῦσ᾽ ὡς εἰναλίη κήξ.
- αλλ᾽ όταν ο Κρονίδης Ζευς ξημέρωσε την έβδομη, | έριξε στη γυναίκα η τοξοφόρος Άρτεμη τα βέλη της, | κι αυτή γκρεμίζεται στ᾽ απόνερα του αμπαριού, λες κι ήταν θαλάσσιος γλάρος.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ Ζεὺς θῆκε Κρονίων, | τὴν μὲν ἔπειτα γυναῖκα βάλ᾽ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα, | ἄντλῳ δ᾽ ἐνδούπησε πεσοῦσ᾽ ὡς εἰναλίη κήξ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 479 (477-479)