καύαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
καυᾱκ- | |||||
ονομαστική | ὁ | καύαξ | οἱ | καύακες | |
γενική | τοῦ | καύακος | τῶν | καυάκων | |
δοτική | τῷ | καύακῐ | τοῖς | καύαξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | καύακᾰ | τοὺς | καύακᾰς | |
κλητική ὦ! | καύαξ | καύακες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καύακε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | καυάκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καύαξ < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαύαξ αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καύαξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καύαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.