Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
καυᾱκ-
ονομαστική καύαξ οἱ καύακες
      γενική τοῦ καύακος τῶν καυάκων
      δοτική τῷ καύακ τοῖς καύαξ(ν)
    αιτιατική τὸν καύακ τοὺς καύακᾰς
     κλητική ! καύαξ καύακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καύακε
γεν-δοτ τοῖν  καυάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καύαξ < (ηχομιμητική λέξη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καύαξ αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία