Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κύναγχο τα κύναγχα
      γενική του κύναγχου των κύναγχων
    αιτιατική το κύναγχο τα κύναγχα
     κλητική κύναγχο κύναγχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κύναγχο < ελληνιστική κοινή κύναγχον[1]
 
Cynanchum acutum

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κύναγχο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. κύναγχον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.