↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κύκηθρον τὰ κύκηθρ
      γενική τοῦ κυκήθρου τῶν κυκήθρων
      δοτική τῷ κυκήθρ τοῖς κυκήθροις
    αιτιατική τὸ κύκηθρον τὰ κύκηθρ
     κλητική ! κύκηθρον κύκηθρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυκήθρω
γεν-δοτ τοῖν  κυκήθροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κύκηθρον < κυκάω + -θρον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κύκηθρον, -ου ουδέτερο

  1. (κουζινικά) κουτάλα για ανακάτεμα
  2. (μεταφορικά, για άνθρωπο) ανακατωσούρας, ταραξίας
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 654 (651-656)
    ἅττ᾽ ἂν οὖν λέγῃς ἐκεῖνον, | κεἰ πανοῦργος ἦν, ὅτ᾽ ἔζη, | καὶ λάλος καὶ συκοφάντης | καὶ κύκηθρον καὶ τάρακτρον, | ταῦθ᾽ ἁπαξάπαντα νυνὶ | τοὺς σεαυτοῦ λοιδορεῖς.
    Όσα κι αν του ψάλεις τώρα, | πως, σα ζούσε, ήταν αχρείος, | φαφλατάς και καταδότης, | σκανταλοανακατωσούρης, | όλα είναι βρισιές για κάποιον | που σου ανήκει τώρα πια.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία