κύβιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κύβιση | οι | κυβίσεις |
γενική | της | κύβισης* | των | κυβίσεων |
αιτιατική | την | κύβιση | τις | κυβίσεις |
κλητική | κύβιση | κυβίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυβίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακύβιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κυβίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κύβιση
|