κότσυφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κότσυφος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κότσυφος[1] [2] / κόσσυφας[1] < αρχαία ελληνική κόσσυφος[3] / κόττῠφος[3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈko.t͡si.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐τσυ‐φος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακότσυφος αρσενικό
- (πτηνό) άλλη μορφή του κότσυφας
Μεταφράσεις
επεξεργασία κότσυφος
|
- ↑ 1,0 1,1 κότσυφας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ κότσυφας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 3,0 3,1 κόσσυφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.