κόρηθρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κόρηθρον | τὰ | κόρηθρᾰ | ||||
γενική | τοῦ | κορήθρου | τῶν | κορήθρων | ||||
δοτική | τῷ | κορήθρῳ | τοῖς | κορήθροις | ||||
αιτιατική | τὸ | κόρηθρον | τὰ | κόρηθρᾰ | ||||
κλητική ὦ! | κόρηθρον | κόρηθρᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κορήθρω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κορήθροιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόρηθρον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόρηθρον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- σάρωθρο, σκούπα
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 34, 35 Φιλοψευδὴς ἢ Ἀπιστῶν @wikisource @scaife.perseus
- ἐπειδὴ δὲ ἔλθοιμεν εἴς τι καταγώγιον, λαβὼν ἂν ὁ ἀνὴρ ἢ τὸν μοχλὸν τῆς θύρας ἢ τὸ κόρηθρον ἢ καὶ τὸ ὕπερον περιβαλὼν ἱματίοις ἐπειπών τινα ἐπῳδὴν ἐποίει βαδίζειν, τοῖς ἄλλοις ἅπασιν ἄνθρωπον εἶναι δοκοῦντα.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 34, 35 Φιλοψευδὴς ἢ Ἀπιστῶν @wikisource @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- κόρηθρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.